πυρειοπώλης

πυρειοπώλης
ο, Ν
πωλητής πυρείων, σπίρτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρείο «σπίρτο» + -πώλης (< πωλῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Π. Ι. Φέρμπο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”